- φασματοσκοπικός
- -ή, -όεπίρρ. -ά αυτός που σχετίζεται με τη φασματοσκοπία ή το φασματοσκόπιο (βλ. λ.): Φασματοσκοπική ανάλυση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
φασματοσκοπικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην φασματοσκοπία (α. «φασματοσκοπική ανάλυση» β. «φασματοσκοπική συσκευή»). [ΕΤΥΜΟΛ. < φασματοσκόπιο. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον Αν. Κ. Δαμβέργη] … Dictionary of Greek
Αξίλα — (Αστρον.). Απλανής αστέρας του Τοξότη. Έχει οπτικό μέγεθος 2,7 και ο φασματοσκοπικός του τύπος είναι Α2, που αντιστοιχεί σε θερμοκρασίες 9.000 9.500°C … Dictionary of Greek
συνοδός αστέρας — (Αστρον.). Το δεύτερο μέλος του διπλού αστρικού συστήματος. Συνήθως ο σ. είναι μικρότερου μεγέθους απ’ ότι ο κύριος αστέρας, πολλές φορές όμως δεν μπορεί να γίνει εύκολα διάκριση ανάμεσα στον κύριο αστέρα και το σ. του, επειδή και οι δύο είναι… … Dictionary of Greek